- περιεστραμμένως
- περιεστραμμένως, Adv., ([etym.] περιστρέφω)A gloss on ἑλίγδην, Sch.rec. A.Pr.882.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιεστραμμένως — indeclform (adverb) περϊεστραμμένως , περιστρέφω whirl round perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιεστραμμένως — Α επίρρ. κυκλικά, με περιστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιεστραμμένος τού περιστρέφω] … Dictionary of Greek